Πνευματικά δικαιώματα δεν υπάρχουν. Οι ιδέες πρέπει να κυκλοφορούν ελεύθερα. Άρα...
... η αντιγραφή όχι απλώς επιτρέπεται αλλά είναι και επιθυμητή, ακόμη και χωρίς αναφορά της πηγής!

Η γλώσσα κόκκαλα τσακίζει

- "Ο λόγος που μ' άφησες έξω από την υπόθεση", είπε ήσυχα, "ήταν ότι νόμισες πως η αστυνομία δεν θα πίστευε ότι σκέτη περιέργεια μ' έσπρωξε να κατέβω εκεί κάτω χτες το βράδυ. Θα υποψιάζονταν ίσως ότι είχα κάποιον ύποπτο λόγο και θα με σφυροκοπούσαν μέχρι να σπάσω".
- "Πώς ξέρεις αν δεν σκέφτηκα το ίδιο πράγμα;"
- "Οι αστυνομικοί είναι κι αυτοί άνθρωποι", είπε ξεκάρφωτα.
- "Έχω ακούσει ότι σαν τέτοιοι ξεκινάνε".

[Ραίημοντ Τσάντλερ, "Αντίο, γλυκειά μου", εκδόσεις Λυχνάρι, 1990 (σελ.: 54)]

20 Ιανουαρίου 2013

"Οι πόλεμοι της μνήμης"

«Το παρελθόν δεν μένει αμετάβλητο, αλλά αλλάζει με βάση τα νέα ερωτήματα που θέτουμε, τις νέες ερμηνείες που αναζητούμε… Από την άλλη πλευρά καλούμαστε να σκεφτούμε γιατί αυτά τα ερωτήματα τίθενται σήμερα και όχι παλαιότερα, ποιες ανάγκες εξυπηρετούν, τι παρελθόν κατασκευάζουν… Η θέση που κατέχει ο πόλεμος στον 20ό αιώνα είναι κεντρική, όχι μόνο εξαιτίας των όσων συνέβηκαν κατά τη διάρκειά του, αλλά και όσων ακολούθησαν μετά την λήξη του. Στην περίπτωση του πολέμου αυτού έχουμε να κάνουμε με ένα πολυεπίπεδο παρελθόν το οποίο ήδη εμπεριέχει ένα διαφορετικό παρελθόν (πριν το έτος ορόσημο 1989)… Η Ιστορία του B’ Π.Π., μετά το 1989, ξαναγράφεται και όλοι οι πρωταγωνιστές διεκδικούν τον ρόλο του θύματος, συνήθως με σκοπό την τόνωση της εθνικής ταυτότητας και την κατασκευή ενός (κατά περίπτωση) όσο το δυνατόν λιγότερο προβληματικού εθνικού παρελθόντος».

Χρειάστηκε ένας «Γερμανοέλληνας», όπως αποκαλούσε τον Χάγκεν Φλάισερ ο Βάρναλης, για να κρατήσει σταθερά έναν καθρέφτη απέναντί μας και μέσα από τις μύριες κατοπτρικές αντανακλάσεις μας να μας οδηγήσει βήμα το βήμα σε εκ νέου «ανακαλύψεις» της Ιστορίας μας, ξεδιπλώνοντας κρυφές πτυχές της, στεκόμενος με τον σεβασμό ενός έντιμου ακαδημαϊκού απέναντι σε ιερά και ανίερα μυστικά μας, όχι για να μας ενοχοποιήσει ή να μας μειώσει, αλλά για να μας βοηθήσει να κατανοήσουμε και να συγχωρήσουμε και να μας προσφέρει ευσπλαχνικά έναν «τόπο» από όπου μπορούμε (όσοι μπορούμε…) να συμφιλιωθούμε  με την Ιστορία μας –καθόσον κάθε λαός εβίωσε, κάποια στιγμή, την Υβριν και την Τίσιν και αυτό έχει την τάση να επαναλαμβάνεται, αν δεν εμφιλοχωρήσει η κάθαρση, μέσω του ελέους και του φόβου.

Χρειάστηκαν επίσης κάποιες δεκαετίες και αρκετά πισωγυρίσματα και ματαιώσεις(*) για να ωριμάσει και σε μας (όσο ωρίμασε…) η «κοινή γνώμη» και να ανοιχτεί έντιμα η συζήτηση με το παρελθόν, για να τύχουν ευήκοου ωτός οι τεκμηριωμένες αφηγήσεις του για το ιστορικό μας παρελθόν και όχι μόνο. 

Το πεδίο ειδίκευσης (όπως αποδίδεται το αγγλικό field of expertise) του Χάγκεν Φλάισερ είναι ο Β’ Παγκόσμιος.Πόλεμος, ως το αποφασιστικότερο γεγονός του 20ού αιώνα. Ένας πόλεμος που διαδραματίστηκε κυρίως στο σώμα της Ευρωπαϊκής ηπείρου, εμπλέκοντας πλείστες χώρες έως την Άπω Ανατολή και την Αμερική, δημιούργησε νέες, διέλυσε παλιές, εξόντωσε και μετατόπισε ολόκληρους πληθυσμούς, εγγράφηκε στην ατομική και συλλογική μνήμη και εξακολουθεί να «στοιχειώνει» τη μνήμη όχι μόνο των χωρών που πρωταγωνίστησαν σε αυτόν, αλλά, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, ολόκληρη την ανθρωπότητα.

Για την βιογραφία του μιλά ο ίδιος: γεννήθηκε στη Βιέννη, η οποία, τότε (1944) ήταν Γερμανική και μεγάλωσε στην Γερμανία του πολέμου, των δελτίων τροφίμων και των βομβαρδισμένων πόλεων, με παιδότοπο τα χαλάσματα ενός εργοστασίου, όπου και έχασε ένα φίλο του από μια κρυμμένη βόμβα, που δεν είχε εκραγεί για 4-5 χρόνια. Φανταζόταν τον πόλεμο σαν ανθρωποφάγο κύκλωπα, που, τότε, δεν γνώριζε πως είχε ξεκινήσει από την πατρίδα του. Αντιμέτωπος με την συλλογική σιωπή αποφάσισε να σπουδάσει Ιστορία, να μελετήσει τον πόλεμο ένθεν και ένθεν. Η αρχική του διατριβή αφορούσε την κατοχική Δανία.

Με τη μεσολάβηση του απριλιανού πραξικοπήματος στην Ελλάδα και τη γνωριμία του στο Βερολίνο, στους αντιδικτατορικούς κύκλους, με την μετέπειτα ελληνίδα γυναίκα του Ελένη, αλλάζει το θέμα της διατριβής του και αποφασίζει να στραφεί προς την Ελλάδα. Είχε προηγηθεί η επίσκεψή του εδώ -υπό την σκιά της χούντας- , η γνωριμία του με τον Παναγιώτη Κανελλόπουλο και τον Αλέκο Παναγούλη στην αίθουσα του Έκτακτου Στρατοδικείου. Έστειλε σχετικό άρθρο σε εφημερίδα του Βερολίνου και αρθρογραφούσε με ψευδώνυμο, καθώς, εκτός από Ιστορία, σπούδασε και δημοσιογραφία. Μετεξέλιξη της διατριβής του αποτέλεσε το δίτομο «Στέμμα και Σβάστικα - Η Ελλάδα της Κατοχής και της Αντίστασης, 1941-1944», έργο αναφοράς, επειδή, όπως γράφηκε, «ξεχέρσωσε» το ναρκοπέδιο της κατοχικής ιστορίας, αφαιρώντας απολιθωμένους παραταξιακούς μύθους, μέσω της αντιπαράθεσης όσο το δυνατόν περισσότερων νέων πηγών: αρχεία, προφορικές μαρτυρίες, πρωτότυπα έγγραφα που μόλις είχαν αποχαρακτηριστεί, εκτεταμένη βιβλιογραφία.

Το 1985 πολιτογραφήθηκε Έλληνας και δίδαξε σε ελληνικά Πανεπιστήμια σχεδόν επί 35 χρόνια, όπου, όπως ο ίδιος αφηγείται, αρχικά «πολλοί φοιτητές με κοιτούσαν σαν εξωτικό πλάσμα: ένας Γερμανός που διδάσκει ταμπού θεματικές (πόλεμος-κατοχή-αντίσταση) και μάλιστα πρώτος σε ελληνικό Α.Ε.Ι., ακουγόταν σαν ανέκδοτο». Εκπροσώπησε την Ελλάδα σε Διεθνή Προγράμματα και εξεταστικές και γνωμοδοτικές επιτροπές, όπως για παράδειγμα, για το παρελθόν τού τότε Αυστριακού Προέδρου Κουρτ Βαλντχάιμ, για τα γερμανικά πολεμικά χρέη και για τα εγκλήματα της Βέρμαχτ.

Με ενεργή συμμετοχή σε διεθνή συνέδρια και έχοντας γράψει περίπου εκατό επιστημονικές μελέτες, ο Χάγκεν Φλάισερ συνταξιοδοτήθηκε πρόσφατα, εν μέσω μιας άλλης δύσκολης περιόδου για την Ελλάδα, που εν πολλοίς αντιστοιχεί σε έναν ακόμη πόλεμο στο έδαφός της…


Στο βιβλίο του με τίτλο «Οι πόλεμοι της μνήμης» και υπότιλο «Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος στη Δημόσια Ιστορία», στη σειρά Ιστορία -που επιμελείται ο Αντώνης Λιάκος- των εκδόσεων Νεφέλη, ο καθηγητής Φλάισερ, μέσα από εξαντλητική, κατά την προσφιλή του συνήθεια, έρευνα και αξιοποίηση πάσης φύσεως πηγών, που συμπεριλαμβάνουν, εκτός από τις κλασσικές βιβλιογραφικές αναφορές και έρευνες αρχείων και ένα τεράστιο δείγμα της τετάρτης εξουσίας, αφηγείται τη δημόσια ιστορία των λαών που ενεπλάκησαν στον Β.Π.Π., αναλύει τις προσλαμβάνουσες που δημιούργησαν οι μνήμες αυτές στη «δημοσίως αναγνωρισμένη πραγματικότητα» των λαών και τελικά, μέσα από αυτούς ακριβώς τους «πολέμους της μνήμης», παρουσιάζει την νέα, άλλοτε επινοημένη, κάποτε εξωραϊσμένη, αποφασιστικά όμως καθεστηκυία συλλογική ταυτότητά τους, καθώς και τις ρωγμές που αυτή εμφανίζει, κάθε φορά που το παρελθόν εφορμά με εξαιρετική δριμύτητα να ταράξει την δυσκολοαποκτημένη ισορροπία της.

Κατά τον ίδιο τον συγγραφέα, «η Δημόσια Ιστορία, μετάφραση του Public History, είναι σχετικά νέα έννοια… αποσκοπεί στην ιστορική αφύπνιση, την ενημέρωση και ενδεχομένως την επιμόρφωση του κοινού αυτού –του “ανειδίκευτου” συνολικού πληθυσμού, του “λαού”… Μαζί με τους κατά παράδοση ιστορικούς συνεισφέρουν επίσης δημοσιογράφοι, υπεύθυνοι αρχείων και μουσείων, αλλά και σκηνοθέτες… οργανωτές εκθέσεων… ειδήμονες που συμβουλεύουν πολιτικούς έως την κορυφή της πολιτείας… ξεναγοί ιστορικού τουρισμού… έως και συγγραφείς σχολικών συγγραμμάτων. Ωστόσο επιπροσθέτως ανακατεύονται και ταχυδακτυλουργοί, τσαρλατάνοι ή αρνητές. Δηλαδή όχι μόνο ιστοριοδίφες, συγγενείς εξ αγχιστείας, ερασιτέχνες, εραστές, αλλά και βιαστές της ιστορίας…».

Στο αριστουργηματικό αυτό βιβλίο του Φλάισερ θα δούμε να αναδύονται συνεχώς σκελετοί: στην Ανατολική Ευρώπη, τη Ρωσία, τις Βαλτικές Χώρες, την Πολωνία και τη διαχείριση της μνήμης του πολέμου στη δημόσια ιστορία των χωρών αυτών, στη Δύση, την ίδια τη Γερμανία και τα φαντάσματά της: η Βέρμαχτ και η εμπλοκή της ή μη στα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, οι Ναζί και η απήχησή τους στο Γερμανικό λαό, η Εκκλησία και το Ολοκαύτωμα, η νέα διαχείριση του ναζιστικού παρελθόντος, ακόμα και ο ρόλος των Γερμανικών Σιδηροδρόμων στη μεταφορά των εβραίων προς τα στρατόπεδα εξόντωσης και πολλά άλλα. Σκελετοί και στην Άπω Ανατολή: στην Ιαπωνία, η οποία περισσότερο από κάθε άλλη χώρα αναφέρεται ως πρότυπο αναθεωρητισμού, στην πρόσληψη και διαχείριση από την δημόσια ιστορία της ρίψης των ατομικών βομβών στη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι, στην Κίνα και τις δικές της  ιστορικές μνήμες. Σκελετοί και στα καθ΄ημάς: οι συνεργάτες των Γερμανών και ο δωσιλογισμός, οι γερμανικές αποζημιώσεις, ο χειρισμός τους σε πολιτικό επίπεδο και η διαχείριση του εμφυλίου έως και μέχρι σήμερα.

Το βιβλίο του Χάγκεν Φλάισερ, στο οποίο θα απολαύσετε, πέρα από το μοναδικά γλαφυρό ύφος γραφής ενός πραγματικού διδασκάλου και επιστήμονα, όλες τις αρετές ενός κλασσικού ιστορικού (εξαντλητική παράθεση παραπομπών, κατάλογος συντομογραφιών και εντύπων του περιοδικού τύπου, ηλεκτρονικών και τηλεοπτικών ΜΜΕ, ευρετήριο τοπωνυμίων και κυρίων ονομάτων), κλείνει με το διαφωτιστικό επίμετρο «Οι Ελληνογερμανικές σχέσεις και ο σωφρονισμός της μνήμης». Κυκλοφορεί σε μια φροντισμένη έκδοση, με τιμή εκδότη 37,00 ευρώ, την οποία αξίζει πραγματικά να καταβάλετε.

«Η Ιστορία δεν είναι ένα στατικό απόθεμα από καθιερωμένα συμβάντα και αποκρυσταλλωμένες πραγματικότητες του παρελθόντος, αλλά νοείται ως μια ατέρμονη διεργασία των ιστορικών (και όχι μόνο) να επαναπροσεγγγίσουν το αντικείμενό τους, δηλαδή το ατελώς κατεργασμένο παρελθόν».


Καλή ανάγνωση και καλή τύχη.


(*) Σημειώνουμε για παράδειγμα την απόσυρση του Φλάισερ από, σχετικό με την κατοχή και την αντίσταση, εκδοτικό προτζεκτ με την Ακαδημία Αθηνών, λόγω της απροθυμίας του να δεχτεί λογοκρισία της έρευνάς του και των εγγράφων των επιτελών της Βέρμαχτ, οι οποίοι («προφανώς κρυπτοκομμούνια!», όπως λέει ο ίδιος σκωπτικά) επέμεναν πως όχι ο Ζέρβας αλλά το ΕΑΜ/ΕΛΑΣ αποτελούσε την κύρια αντιστασιακή δύναμη… Διασπάστηκε τότε η Επιτροπή Β' Π.Π. της Ακαδημίας Αθηνών, αφού αποχώρησαν ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος και ο Άγγελος Αγγελόπουλος που του είχαν συμπαρασταθεί. Επικράτησε η σκληροπυρηνική φράξια του Κωνσταντίνου Τσάτσου, όπως ο ίδιος καυχιόταν στις αυτοβιογραφικές σημειώσεις του.


Σημ.: Ζητώ συγγνώμη για το ενδεχομένως κουραστικό μέγεθος της σημερινής βιβλιοπαρουσίασης, όμως στη σύγχρονη Ελλάδα δεν αισθάνεται συχνά κανείς δέος μπροστά σε ακαδημαϊκούς, η δε επιθυμία μου να μην αδικήσω στο ελάχιστο τον, εν ζωή, Διδάσκαλο Χάγκεν Φλάισερ εκφράζεται με «μαθητική» αγωνία.


[Επιλογή - Επιμέλεια - Παρουσίαση: Στάσα Μπαΐλα]

Δεν υπάρχουν σχόλια: